- κυκνόθρεπτος
- κυκνόθρεπτοςreared by swansmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκνόθρεπτος — κυκνόθρεπτος, ον (AM) αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + θρεπτος (< θ. θρεπ τού τρέφω, πρβλ. αόρ. ἔ θρεψ α), πρβλ. θεό θρεπτος, μελί θρεπτος] … Dictionary of Greek
κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek